Πριν την Επίδαυρο – Αριστοφάνη, Πλούτος

Ο Διονύσης Σαββόπουλος μεταφράζει, ξαναγράφει τη μουσική, σκηνοθετεί και συμμετέχει ως ηθοποιός σε ένα καινούργιο ανέβασμα του διαχρονικού έργου.

Μια κωμωδία που κρύβει έναν λυγμό: Ο Διονύσης Σαββόπουλος, που υπογράφει τη σκηνοθεσία του Πλούτου, πιστεύει πως ο Αριστοφάνης σε αυτό το έργο λέει με εύθυμο και λαϊκό τρόπο πράγματα που μέσα τους κρύβουν αρκετό δράμα. Στο κέντρο της φωτογραφίας διακρίνονται οι ηθοποιοί Αμαλία Μουτούση και Χρήστος Λούλης.

 

 

Ο Πλούτος είναι το τελευταίο σωζόμενο έργο του Αριστοφάνη και γράφτηκε το 388 π.Χ.. Σε αυτό ο «πλούτος» εμφανίζεται ως ένας τυφλός γέρος που δίνει τα αγαθά του στους κακούς και τους ανέντιμους. Όταν ο Χρεμύλος, ένας τίμιος αγρότης, επισκέπτεται το μαντείο των Δελφών για να μάθει πώς να διαπαιδαγωγήσει το παιδί του, τον συμβουλεύουν να περιθάλψει τον πρώτο ανήμπορο άνδρα που θα βρει στο διάβα του. Ο πρώτος που συναντάει είναι ο Πλούτος. Τον αναλαμβάνει, φροντίζει να βρει το φως του κι εκείνος, βλέποντας πια, αρχίζει να χαρίζει πλούτη σε όσους μέχρι τότε δεν είχαν την εύνοιά του. Τότε εμφανίζεται η Πενία και διαμαρτύρεται πως, αφότου όλοι πλούτισαν, τεμπελιάζουν. Ποιος θα δουλέψει, αφού όλοι κάθονται;

 

Έχω σιχαθεί τον Αριστοφάνη όπως τον βλέπουμε τα τελευταία χρόνια από διάφορους καλαμπουρτζήδες μας. Τον παίζουν ως κακή επιθεώρηση.

 

 

Ένα διαχρονικό έργο με αρκετές καινοτομίες για την εποχή του, που οι φιλόλογοι τοποθετούν στη Μέση Κωμωδία, το μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο αλλάζουν τα χαρακτηριστικά του είδους και που γίνεται προπομπός της Νέας Κωμωδίας που θα ακολουθήσει. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος είχε γράψει τη μουσική για τη σκηνοθεσία του έργου από τον Λούκα Ρονκόνι το 1985, αυτήν τη φορά μεταφράζει, ξαναγράφει τη μουσική, σκηνοθετεί και συμμετέχει ως ηθοποιός σε ένα καινούργιο ανέβασμα του Πλούτου, έχοντας συμμάχους μερικούς από τους σημαντικότερους Έλληνες ηθοποιούς. Τους συνάντησα σε πρόβα που γινόταν στο πάλκο γνωστής μουσικής σκηνής της οδού Πειραιώς. Μαζεμένες καρέκλες, πίστα, πολύς κόσμος να μπαινοβγαίνει, οι μουσικοί να κάνουν ξέχωρα τη δική τους πρόβα στην πίσω αυλή του κτιρίου. Κατάφερα και «απέσπασα» τον σπουδαίο τραγουδοποιό για να μου μιλήσει λίγο για το εγχείρημά του. Μου είπε: «Σκηνοθετώ όχι ως σκηνοθέτης, που δεν είμαι, αλλά ως τραγουδοποιός που σε ένα κείμενο 1.200 στίχων ανακαλύπτει τη βουβή μουσική του: τονικά ύψη, μετρημένες παύσεις, επιταχύνσεις, ριτενούτα. Επίσης, σκηνοθετώ λιγάκι ως διαμαρτυρόμενος θεατής, διότι έχω σιχαθεί τον Αριστοφάνη όπως τον βλέπουμε τα τελευταία χρόνια από διάφορους καλαμπουρτζήδες μας. Τον παίζουν ως κακή επιθεώρηση. Δεν ήταν επιθεωρησιογράφος, ήταν ένας μεγάλος ποιητής. Θα ήθελα να το δείξουμε μαζί με τους συνεργάτες μου αυτό το πράγμα. Και πρέπει να πω ότι δεν θα τα κατάφερνα αν δεν είχα πλάι μου αυτούς τους μεγάλους μάγους, τη Μουτούση, τον Κουρή, τον Λούλη, τον Παπαδημητρίου, τον Μέντη, τον Μαλκότση. Το έχω αγαπήσει αυτό το έργο από τότε που το κάναμε με τον Ρονκόνι, γιατί είναι μια κωμωδία με λυγμό μέσα της. Σαν να ήθελε ο Αριστοφάνης να γράψει τραγωδία και για κάποιον άγνωστο λόγο να του απαγορευόταν. Σαν να του απαγορευόταν να γράψει τραγωδία και να έπρεπε να πει ό,τι ήθελε μόνο με τρόπο εύθυμο και κάπως λαϊκό». Το έργο, βέβαια, λόγω του θέματός του, όπως όλα σχεδόν τα έργα του Αριστοφάνη, περιλαμβάνει άπειρα τερτίπια και ανθρώπινες αδυναμίες που τα βλέπουμε και στη σύγχρονη ζωή. Από αυτή την άποψη ίσως και να δικαιολογούνται όσοι αυθαιρετούν στο ανέβασμά του. Πώς θα αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση ο Σαββόπουλος; «Είναι ένα πρόσχημα για να λένε καλαμπούρια και να εκμαιεύουν το εύκολο χειροκρότημα. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι υπάρχουν στιγμές μέσα στο κείμενο που είναι αναπόφευκτη η επικαιροποίηση, διότι αναφέρονται πράγματα με τα οποία γελούσαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, αλλά σήμερα χρειάζεται ειδικός φιλόλογος να σου εξηγήσει τι εννοεί η ατάκα και βάσει αυτής να προσπαθήσεις να βρεις μια αναλογία στο πώς θα το έλεγαν σήμερα. Δεν μπορώ να το αποφύγω. Θα ήταν αδύνατον. Αλλά, πραγματικά, μετά φόβου Θεού και όπου είναι απαραίτητη, για να επιτευχθεί μια στοιχειώδης κατανόηση. Εξάλλου, δεν είναι ότι θέλω να αποφύγω την επικαιρότητα, αλλά την ευκολία. Το έργο είναι επίκαιρο από μόνο του».

 

«Ο Πλούτος είναι μια κωμωδία πολύ ανησυχητική, όλο νευρικά γέλια, σιωπές, όλο υπαινιγμούς, έργο γραμμένο για την πόλη των Αθηνών μετά την ήττα στους Αιγός Ποταμούς. Έπρεπε, φαίνεται, να πεθάνει για να ζήσει στους αιώνες ο πολιτισμός της. Είναι, επίσης, μια σάτιρα του νεοπλουτισμού και του lifestyle, που τα ζήσαμε κι εμείς τα τελευταία χρόνια. Ομολογώ ότι μπορώ να καταλάβω περισσότερο το έργο τώρα απ’ ό,τι το 1985, μολονότι πρέπει να σας πω ότι σε μεγάλο βαθμό η μουσική είναι σχεδόν ίδια με εκείνη που είχα γράψει τότε. Μεταλλαγμένη, όμως, για μια άλλη παράσταση. Κατ’ ουσίαν δεν άλλαξα τη μουσική, άλλαξα την παράσταση».

 

Magnify Image

 

 

Τον Πλούτο τον χαρακτηρίζει η μικρή συμμετοχή του χορού. Λέει επ’ αυτού: «Φαίνεται ότι εκείνα τα χρόνια της παρακμής δεν είχαν λεφτά να πληρώνουν για χορό. Έτσι υποθέτω, γιατί εδώ ο χορός είναι σκιώδης, κι έτσι τον ενισχύσαμε. Επίσης, το έργο δεν έχει παράβαση, πράγμα περίεργο για Αριστοφάνη, γιατί η παράβαση είναι πάντα το μήνυμα του ποιητή στα ίδια του τα έργα. Σκέφτηκα ότι ο κόσμος θα δεχόταν από έναν άνθρωπο σαν εμένα να φτιάξει μια παράβαση και να βγει να την πει. Αυτό θα κάνω». Και η αλήθεια είναι ότι μια τέτοια εποχή δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε από τους σοφούς αυτού του τόπου να φωτίσουν το τοπίο. Ο Διονύσης Σαββόπουλος συμπληρώνει: «Το να κάνεις τέχνη – η ελληνική τέχνη, πρέπει να σας πω, είναι από τα λίγα σταθερά πράγματα στον τόπο- είναι κιόλας μια γενναιότητα απέναντι στη θολούρα και τη σύγχυση που επικρατεί. Αυτό από μόνο του είναι επαναστατικό. Αισθάνομαι ότι πρέπει να αλλάξουμε μέσα μας. Μόνο τότε θα δημιουργηθεί το κλίμα εκείνο που θα επιτρέψει να αναδειχθούν νέα πρόσωπα στην πολιτική. Δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα αν κάθε φορά σπεύδουμε να ρίχνουμε το λάθος σε κάποιον άλλον, σε έναν ξένο».

 

Για τον Νίκο Κουρή, που ερμηνεύει τον Χρεμύλο, είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με Αριστοφάνη. Περιμένοντας να ‘ρθει η σειρά του στην πρόβα, μου λέει: «Είναι πολύ δύσκολο πράγμα, γιατί πρέπει να βρεις τον τρόπο και να το παίξεις και να είναι κοντά του. Γίνεται ακόμα δυσκολότερο, επειδή δεν έχεις ασχοληθεί και πρέπει να βρεις έναν νέο τρόπο, που βέβαια είναι αποτυπωμένος στην εξαιρετική μετάφραση του κ. Σαββόπουλου. Η οποία καθορίζει και τη σκηνοθεσία». Πώς του φαίνεται που τον σκηνοθετεί ο Σαββόπουλος; «Μεγάλη συγκίνηση. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει σαφή αίσθηση του τι θέλει, τι του αρέσει και πώς θέλει να το φτιάξει αυτό το πράγμα. Δεν το βλέπουμε μόνο ως κωμωδία. Έχει πολλή πίκρα, πολλή πίεση, συμπύκνωση και αμφίσημα πράγματα. Προσωπικά, όπως και όλοι μας, μέσω της μετάφρασης του Σαββόπουλου, και χάρη στην ενασχόλησή μου, τώρα ανακαλύπτω πόσο μεγάλος ποιητής είναι ο Αριστοφάνης. Ως σκηνοθέτης ο κ. Σαββόπουλος αποδεικνύεται ένας άνθρωπος που ανεβαίνει σε ένα σκαλοπάτι. Η σχέση μας μαζί του είναι πολύ έντιμη. Στα κομμάτια που δεν ξέρει τον βοηθάμε εμείς, μέσα από την εμπειρία μας στο θέατρο. Του προσφέρουμε με όλη μας την ψυχή. Εκείνος μας δίνει την κατεύθυνση σε μια πολύ τίμια συνεργασία. Μας δίνει αυτό που ξέρει, του δίνουμε αυτό που ξέρουμε. Ψάχνουμε μαζί, δοκιμάζουμε, απορρίπτουμε. Αυτό είναι πολύ ωραίο, γιατί δεν είναι ένας άνθρωπος χωρίς άποψη. Υπάρχει ένας στόχος που πρέπει να πετύχουμε αλλά και μια διαδρομή να διανύσουμε. Ο Σαββόπουλος έχει έναν κόσμο τον οποίο εμείς πρέπει να κάνουμε δικό μας. Και το μουσικό του πεδίο και το μεταφραστικό είναι ένας κόσμος. Η ποιητική του γλώσσα είναι ένας κόσμος τεράστιος».

 

Ο Χρήστος Λούλης, ο οποίος επίσης παίζει πρώτη φορά Αριστοφάνη, κάνει τον δούλο του Χρεμύλου, τον Καρίωνα. Έναν πονηρό υπηρέτη, προπομπό των δούλων στη Ρωμαϊκή Κωμωδία και του Αρλεκίνου της Κομέντια ντελ Άρτε. Πώς του φαίνεται αυτή η νέα του εμπειρία; Λέει: «Ήμουν λίγο ψυχρός απέναντι στον Αριστοφάνη. Δεν μου άρεσαν τα αστεία του, δεν μου άρεσαν και οι παραστάσεις που έβλεπα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κρύβει μεγάλη ποίηση. Και μόνο ότι παρουσιάζει τον Πλούτο ως έναν γέρο τυφλό δείχνει πόσο σπουδαίος είναι. Όπως επίσης και το ότι σε πολλά του έργα παίρνει έννοιες και τις προσωποποιεί, φέρνοντάς τες στα ανθρώπινα μέτρα. Τώρα, όσον αφορά τον Καρίωνα που υποδύομαι, η κωμωδία είχε πάντα σε κεντρικό ρόλο τον υπηρέτη, ο οποίος κάνει διάφορα για να επιβιώσει και συνήθως δεν έχει αξίες ή ιδανικά. Το κυριότερο ιδανικό του είναι το στομάχι του, όπως και του μέσου ανθρώπου. Σε όλες τις κωμωδίες, από τις ρωμαϊκές μέχρι την Κομέντια ντελ Άρτε, είναι πάντα ο πιο προσγειωμένος, ο πιο πρακτικός και ο πιο σοφός. Δεν είναι φορέας σημαντικών νοημάτων, αλλά έχει πάντα έναν κυνισμό που τον βοηθάει να αντέξει όλους τους άλλους. Επειδή ακριβώς είναι κοινωνικά και οικονομικά υποδεέστερος, χρειάζεται αυτό τον κυνισμό για να αντέξει τη φάπα που τρώει. Ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται το αντίβαρο γι’ αυτό που είναι στη ζωή. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα γινόμαστε όλο και πιο κυνικοί σιγά-σιγά, όταν νιώθουμε ότι είμαστε της φάπας κι ότι δεν μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι».

 

Τον ρόλο του Πλούτου ενσαρκώνει ο Μάκης Παπαδημητρίου και της Πενίας η Αμαλία Μουτούση. Σκηνικά και κοστούμια υπογράφει ο Άγγελος Μέντης και τις χορογραφίες ο Ερμής Μαλκότσης. Σύμβουλος στη σκηνοθεσία είναι η Σύλβια Λιούλιου.

 

 

=====

Θεατρικός Οργανισμός Ακροπόλ

Αριστοφάνη, Πλούτος

12-13 Ιουλίου, 21:00

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

lifo.gr

Αν σας άρεσε το άρθρο, κάντε “Like” στην σελίδα μας στo Facebook και θα έχετε άμεση ενημέρωση για κάθε νέα μας δημοσίευση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *